- αβύθιστος
- -η, -ο [βυθίζω]1. αυτός που δεν βυθίστηκε, αβούλιαχτος, ακαταπόντιστος2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να βυθιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβύθιστος — η, ο αυτός που δε βυθίστηκε, αβούλιαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβούλιαχτος — και αβούλιαγος, η, ο [βουλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βυθιστεί, αβύθιστος 2. αυτός που δεν έπαθε καθίζηση, δεν κατέπεσε ή δεν γκρεμίστηκε … Dictionary of Greek
ακαταπόντιστος — η, ο [καταποντίζω] αυτός που δεν έχει βυθιστεί ή δεν μπορεί να βυθιστεί, ο αβύθιστος … Dictionary of Greek